Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2017

Το τελευταίο βλέμμα

Εικόνα
  Να ξεριζώσω ήθελα το τελευταίο σου το βλέμμα να μη βουλιάζω... αργά, να μην πνίγομαι στο τέλμα. Ψάχνω ένα αφήγημα, νέα στοιχεία νάβρω, ν' αλλάξω της μνήμης μου το θέμα, βασανιστικά να μην κυλά σε κάθε φλέβα... το τελευταίο σου το βλέμμα. Που με παγώνει... και με ζεσταίνει, με αρρωσταίνει... και με γιατρεύει. Είναι ζεστή, γλυκιά, η βραδιά... και το κουρασμένο μου μυαλό έχει πάλι συντροφιά τον πόνο, τον φίλο τον παλιό... Ψέμματα δεν θα σου πω, πιάνω μαζί του πάλι να μιλώ, σαδιστικά τον προκαλώ... Ανταποκρίνεται...  και πρόθυμα με κάνει να πονώ, μα και τρυφερά... χωρίς ν' απορεί, απλόχερα με παρηγορεί:   " Αφέσου στο "τίποτα"...   χωρίς σχέδια μου λέει, χωρίς προσμονή,  μη φοβάσαι τη πληγή  κι εκείνη, όλο και πιο λίγο παρέα θα σου κάνει, κάθε φορά λιγότερο ... κι ας αιμοραγεί, κάθε φορά λιγότερο ..." ______________________________________________                                 Κάθυ Μα

Το Κρυφτό

Εικόνα
       Π αίζουμε κρυφτό και τα φυλάω, ένα, δύο, τρία... αρχίζω να μετράω, πέντε.. έξη... μάτι ανοίγω, να σε κρυφοκοιτάω... Το πόστο μου αφήνω... και γύρω σου χοροπηδάω, νέκταρ να πιω στην ανάσα σου ζητάω, με το Θείο να ενωθώ. Νότα κελαρυστή βιολιού τ' όνειρο,        [σφιχτά μου κράτησες το χέρι, τέλος μην έρθει του παραμυθιού. Ακούραστα θα φύλαες καρτέρι, μούλεγες, “Να σε προσέχω, μη λερωθείς στο βουρκονέρι”, Κι εγώ... πλοκάμι γύρω σου να με τυλίξεις... Ανυπόμονη σφαίρα στη θαλάμη που περιμένει να την πυροβολήσεις... Πυροτέχνημα,             [έτοιμη να εκραγώ, “ Πρόσεχε” , σου λέω,                [ “μη με πυροδοτήσεις, στάχτη στο διάστημα να σκορπιστώ” . _______________________________                       * Κάθυ Ματαράγκα                έπεα..  μη πτερόεντα    

Τραγούδι για τον έρωτα

Εικόνα
Έ χουν πολλά γραφτεί, μα εκείνος θάναι πάντα νέος, έρωτας... μοιραίος στο πρώτο φιλί. Υγρό το στόμα αργά ανοίγει... κι αιώνια λες θα ανασαίνει, ζεστές ανάσες μ' απληστία να ρουφάει, νόημα κι ουσία να έχει η ζωή φωτιάς φιτίλι η ψυχή... Παντού... έρωτα θυμίζει. Ορμητικά η άνοιξη απλώνει, φρέσκο και τρυφερό, της λεμονιάς το νέο φύλλο... Τη πεταλούδα αναστατώνει καθώς το σώμα του τεντώνει... Κι όλα στις γλάστρες όλα τ' ανθισμένα... στον ήλιο να στρέφονται, από την έλξη μεθυσμένα. Κι εσύ... τη κιθάρα σου πιάνεις και μου λες, ''Το τραγούδι να γραφτεί... καρδιές δυνατά θέλει να χτυπάνε ματιές να κελαϊδάνε, και σφιχτή την αγκαλιά... με δύναμη να καίει... _______________________ Κάθυ Ματαράγκα                έπεα..  μη πτερόεντα    

Με Ελπίδα...

Εικόνα
Σ την αφετηρία περιμένει... έτοιμη να ξεκινήσει μια παραιτημένη κοινωνία, διψάει... πάλι ν' αρχίσει, να πάλλει την αρτηρία. Μ' ελπίδα περιμένει... ο αδύναμος, κάπου να φυλαχτεί, απ' του “Καλού” την απουσία. Μ' ελπίδα προσμένει κι ο αθώος, να μην τον αφανίσει, του “δίκιου” η προδοσία. Μ' ελπίδα αναμένει κι ο ζωντανός, αν για τα παιδιά του φτάσει η βρώση, κάθε μέρα μ' αγωνία. Λες να υπάρχει ελπίδα, για τ' αθρώπου τη ψυχή.. πως δεν θ' αποτιμηθεί, φτηνά ή ακριβά, σαν προϊόν στην αγορά να πουληθεί ? Ναι, ελπίδα πως τ' αθρώπου η φωνή, τρυφερά, σε μια μπαλάντα, ορμητική κι αρμονική, θα ξαναγεννιέται πάντα, για μια νέα διαδρομή... _____________________ Κάθυ Ματαράγκα              έπεα..  μη πτερόεντα    

Από την αρχή

Εικόνα
        Τ α μάτια κλείνω           κύτταρο αδιαμόρφωτο,           και παίρνω ν' αρμενίζω...           Σκορπίστηκα           πάλεψα την άσχημη αλήθεια           να δεχτώ... μα δεν τη μπόρεσα           αδίστακτα να με καρφώνει,           Αναμετρήθηκα           ψεύτικα φτερά τ' ονείρου φόρεσα,           πως θα πετάξω μαζί του να νομίζω,           μάθημα στην οδύνη χώρεσα                 Περιπλανήθηκα,           το βήμα κάλυψε τη γη,           φρέσκο το 'λιόφωτο θαμπώνει,           λύτρωση το δάκρυ μιαν αυγή           Αναγεννήθηκα           φορτωμένο όλα μου τα “γιατί”           ράγες χαράζει σαν βαγόνι           βροχή στο δέρμα μου καυτή,           Ευλογήθηκα            πίστη, σεβασμό κι ελπίδα           δίνω να ταϊσω τη ζωή,           κι εκείνη ακούραστη ανάσα           λέει, “... άντε πάλι απ' την αρχή            ___________________________________             Κάθυ Ρ. Ματαράγκα              Πρωτοδημοσιεύτηκε στο   http://scholeio

Δ. Δημητριάδης, "Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας"

Εικόνα
του Δ. Δημητριάδη " .. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σ’ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μάς ένωσε νύχτες και νύχτες… και σ’ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων… " Π οτέ δε θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη… να είναι τόσο απύθμενη… να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της… Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους ανθρώπους αλλ’ αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θα ’χεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα

Το Κάλεσμα

Εικόνα
                                                                                  Ε λάτε... άστρα, μείνετε για λίγη συντροφιά, στενό δρομάκι να φωτίσω, απόψε, και 'σεις κάστρα... μέσα να σφαλιστώ, οι καιροί να μη με πιάνουν πια, τις πύλες σας ανοίξτε, θα μιλήσω και στα όνειρα, στο μύθο να με βάλουν, σ' ένα Πήγασ' απάνω, να καλπάσω, με τα φτερά του να πετάξω, σε ταξίδι φαντασίας να χαθώ, Ελάτε... σύννεφα, σκεπάστε με... η καταιγίδα να μη με φτάσει, την ασημένια τους κλωστή, απ' τα φεγγάρια τα ολόγιομα ψηλαφιστά, να βρώ την άκρη, να δεθώ σφιχτά με τη ζωή, μη χαθούμε        [στου δρόμου τη στροφή. Ελάτε... σειρήνες, μελωδικά να με μεθύσετε, με υποσχέσεις ψεύτικες, να με παραπλανήσετε, βυθίστε με.. τ' άσκημά μου να ξεχάσω, στο λίκνισμα των κοράλλιων και στ' αφρισμένου κύματος το χάδι, ν' αφεθώ, σε νανούρισμα γλυκό, τα μάτια μου να κλείσω, χρόνο να μη μετρώ... __________

Οι φορείς της σάρκας

Εικόνα
     Μ ε θράσος...      σκάρωνες κανόνια      κι εμείς, υπάκουα,      σου φέρναμε τα βόλια,      μετά τράβηξες το σπαθί      ακόνισες και το μαχαίρι,      βίαια και άπληστα      εργάστηκε το χέρι,            ''Έτσι γράφεται το έπος'',            ...είπες,           ''τι νόμισες... ; με προδοσία,           έγκλημα και συνομωσία.           Θρίαμβο, θάνατο και δόξα           έχει κάθε νίκη...           Αίμα χρειάστηκε άφθονο,          αμαρτωλών κι αθώων,          για να γραφτεί η Ιστορία''. Ήσουν και 'σύ εκεί, δεν έλειψα ούτε 'γώ... κι άλλοι πολλοί... όλοι, όσοι, πιστέψαμε στην αυταπάτη, του ''αλλιώτικου κόσμου'', διψασμένα... σαν τυφλοί, και με αφέλεια αφεθήκαμε, στην απάτη και στη πλάνη Θα παλεύαμε... λέει, με νύχια και με δόντια, όλοι μαζί, Θα κραυγάζαμε... λέει, όπλα να γίνουν οι κραυγές, όλοι μαζί... Να εμποδίζαμε τους Δυνατούς.. το πολεμι

Περιμένοντας τον νέο χρήστη

Εικόνα
Χριστούγεννα του '23     Μ όνη έστεκε, χορτασμένη,        στου ορίζοντα τη στρογγυλάδα        του κάδου η σιλουέτα        στον ανηφορικό τον δρόμο.        Ξέχειλος από την απληστία του        δεν μπορούσε πια να δεχτεί        ότι καινούργιο “άχρηστο”        θ' αποχωρίζονταν οι χρήστες.       Ματιά να την προσέξει,       ζήτησε μια αντανάκλαση        που κοντά μου κύλησε,        μα του παρκαρισμένου η ρόδα        άκαρδα τη πορεία της φρενάρει.        Ατίθαση μια πορτοκαλόχρυση        χριστουγεννιάτικη μπάλα        είχε ξεφύγει από σωρό στολίδια        κάποιου χρήστη... άχρηστο πια βιος.        Σακούλες δραπέτες έχασκαν        γύρω του “ξεκοιλιασμένες”,        κάποιοι πήραν ότι τους ενδιέφερε..        ότι απομείνει, το γνωστό θα πάρει        δρόμο της χωματερής.        “Μα, πετάνε τα στολίδια        μες στα Χριστούγεννα ;”,        επίμονη, με βάζει χωρίς λόγο,        να σκεφτώ η απορία.        Από μια ανοιγμένη βαλίτσα        που χωρίς ντροπή έδειχνε        τη ξεφ

Πως φτάσαμε σε τέτοια νέκρα κοινωνικών αντανακλαστικών ?

Εικόνα
"Eυνουχίστηκε ηδονικά ο Eλλαδίτης, σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια, αντάλλαξε βιωματικά θησαυρίσματα αιώνων, ποιότητα καλλιέργειας και χαρά της ζωής, με χάντρες και καθρεφτάκια «προοδευτικής» ξιπασιάς και απολυτοποιημένη την ηδονή της καταναλωτικής μονομανίας..."  Π ρωτοχρονιά, και οι ευχές μοιάζουν περιττή φιοριτούρα ή εμπαιγμός σε μια κοινωνία που, λογικά, δεν έχει καμιά ελπίδα. Tο μέλλον έχει προδιαγραφεί παγιδευμένο στην απόγνωση. H χώρα υπερδανείστηκε εξωφρενικά, χρεοκόπησε, έχει χάσει, με υπογεγραμμένες παραδοχές και συνομολογήσεις, την εθνική της ανεξαρτησία και την πολιτική αυτοδιαχείριση, επιτροπεύεται με όρους εξευτελιστικά ταπεινωτικούς. Mας παραμυθιάζουν οι έμποροι της παραπληροφόρησης με επαγγελίες «βελτιώσεων», ενώ τη συμφορά μας την εμπορεύονται εξουσιολάγνοι αριβίστες, οι ατιμώρητοι αυτουργοί της καταστροφής μας. γράφει ο Χρ. Γιανναράς Eυχές για την καινούργια χρονιά, σε ποιους και με ποιο αντίκρισμα πραγματικότητας; Nα ευχηθείς τί στις νεκρές ψυ

Η Καθαίρεση

Εικόνα
     Ή ταν που έκλαιγε ο ουρανός για τις δικές σου τις φωτιές άνθρωπε... Ήταν που έπεσε παγετός κι άδειασαν των δέντρων οι φωλιές άνθρωπε... Χειμώνα έφερες βαρύ... κι ο ήλιος, θυμωμένος, [έφυγε απ' τις γειτονιές, αμείλικτα τα σύννεφα... [τον κρύβουν, άδικα στις αυλές [τον ψάχνουν οι ευωδιές, ανόρεχτος εκείνος, [αφήνει να τον σβήνουν. Στάσου λίγο [μια λέξη μόνο να σου πω δες με... [αφοπλίζομαι το "δίκιο" σου, είναι του άλλου "άδικο". Ευθέως, κατήγορος αυστηρός, μ' ανάθεμα τώρα σε βαρύνει, του σύμπαντος ο δημιουργός: "Τη οδηγία σου την ξέχασες, σκούπισε τα χέρια απ' το αίμα, τον λόγο της ύπαρξής σον έχασες..." Αυτός που κάποτε κοίταζε ψηλά, εσύ, που εαυτόν νόμισες σπουδαίο... Άξιος πια κανείς δεν είναι